ἀρτιθανής

ἀρτιθανής
ἀρτι-θανής, jüngst gestorben

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • αρτιθανής — ἀρτιθανής, ές (Α) αυτός που πέθανε πριν λίγο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρτι * + θανής < (θ.) θαν , έθανον (αόρ. β του θνήσκω) (πρβλ. αειθανής] …   Dictionary of Greek

  • ἀρτιθανής — just dead masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθανῆ — ἀρτιθανής just dead neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀρτιθανής just dead masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθανεῖ — ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἀρτιθανής just dead masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀρτιθανές — ἀρτιθανής just dead masc/fem voc sg ἀρτιθανής just dead neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αρτι- — (AM ἀρτι )· [ΕΤΥΜΟΛ. Α συνθετικό λέξεων της Ελληνικής, ιδίως της αρχαίας και της μεσαιωνικής, με σημαντική παραγωγική δύναμη. Πρόκειται για προθεματικό ή προρρηματικό στοιχείο, προερχόμενο από το επίρρημα άρτι*. Απαντά σε αξιόλογο αριθμό συνθέτων …   Dictionary of Greek

  • βιοθανής — βιοθανής, ές (Μ) 1. αυτός που πέθανε από βίαιο θάνατο 2. εκείνος που αυτοκτόνησε. [ΕΤΥΜΟΛ. < βία + θανής < (θ) θαν έθανον, αόρ. β του θνήσκω (πρβλ. αειθανής, αρτιθανής κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”